Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Μπούα

Νίκος Εγγονόπουλος,
Ο Μερκούριος Μπούας (ελαιογραφία)
Μπούα

Το τρίτο σημαντικό επώνυμο ιστορικών οικογενειών Αρβα-νιτών (έχουν προηγηθεί ερευνητικές εργασίες μου για την προέλευση των ονομάτων Λιόσα και Σπάτα) είναι αυ-τό των Μπούα.Και εδώ πιθανότατα έχουμε μια πε-ρίπτωση,όπου το όνομα σημαδεύει και καταδεικνύει μία θαρραλέα ηγετική προσωπικότητα.
Το  Μπούα δεν πρέπει να είναι παρά το όνομα Βους.Το όνομα βους δεν αποδιδόταν μόνο στο γνωστό ζώο,αλλά ίσως και από τον όγκο,το εκτόπισμα και την επιβολή αυ-τού του ζώου είχε πάρει τον χαρακτηρισμό του εξέχο-ντος,του πρωτεύοντος,του ηγεμονικού.Δεν αποκλείεται, βέβαια,να συνέβη το αντίθετο: το ουσιαστικό βους (με τα κυριαρχικά σημασιολογικά συστατικά του) να ονομάτισε το ζώο κατ΄ αναλογίαν.Εκτιμώ ως ισχυρότερο και βάσιμο το δεύτερο.Στα αρχαία κείμενα,αν δεν αναφέρεται το γέ-νος του ζώου,θεωρείται ότι μιλάμε για το θηλυκό (η βους=αγελάδα).Έτσι,συχνά ο Όμηρος προς δήλωση του αρσενικού βοός προσθέτει λέξη (ταύρος βους Ιλ. Ρ 389 ή βους άρσην).Απ΄ τον Όμηρο πάλι,παίρνουμε πληροφορίες για τα χρόνια εκείνα σημαντικές για τους βόες και αποδεικτικές του γιατί τους δόθηκε αυτό το επιβλητικό όνομα.Χρησίμευαν λοιπόν ως μέτρο εκτίμησης και αποτί-μησης (λέβητ΄ άπυρον,βοός άξιον Ιλ. Φ 885. Κάποια νύμφη λαμβάνει ως μερίδιο [προίκα;] εκατό βους Ιλ. Λ 211. Βλέπε και τα σχετικά επίθετα: τεσσεράβοιος [=ισάξιος με τέσσερα βόδια], εννεάβοιος [=ισάξιος με εννιά βόδια], δωδεκάβοιος [=ισάξιος με δώδεκα βόδια], εκατόμβοιος [=ισάξιος με εκατό βόδια].Τόση είναι η κεφαλαιώδης σημασία της θηλυκής βοός  που φτάνει να δηλώνει μεταφορικά την μητέρα! (Συναντάται η υποδήλωση και στον Πίνδαρο –Η 4. 253- και στον Αισχύλο –Αγαμέμνων 1125-).
Το βους στην σύνθεση (ως πρώτο συνθετικό,ως βου- ) εκφράζει την υπερβολή,το μεγάλο ή τερα-τώδες.Έτσι,έχουμε: βουβαύκαλος (ο πολύ άσωτος),βούβρωστις (η μεγάλη πείνα),βουγάιος (ο υπερβολικά καυχησιάρης),βούπαλις (η δεινή,σκληρή πάλη/μάχη),βούπεινα (η βουλιμία),βούσυκον (το μεγάλο χονδροειδές σύκο),βούφορτος (πολυφορτωμένος),βούλιμος (ο έχων βουλιμία),βούπαις (μεγάλο,μεγαλόσωμο παιδί),βουχανδής (που μπορεί να χωρέσει μεγάλη ποσότητα).Δεν είναι τυ-χαίο ότι το άλογο του μεγάλου Αλεξάνδρου λεγόταν Βουκεφάλας (Στράβων 698, Πλούταρχος «Αλέξανδρος»,61).Ανήκε σε Θεσσαλική φυλή ίππων (Βουκέφαλοι) με αυτοκρατορικό παράστημα.
Εκτός από όλα τα παραπάνω,όμως,που μας βοηθούν να καταλάβουμε την προέλευση του ηγετικού προσωνυμίου Μπούα(ς) στις κοινότητες των αρβανιτοφώνων Ελλήνων της Ηπείρου,πρέπει να σταθούμε και στην αρχαιοελληνική λέξη βούα = αγέλη,ομάδα παιδιών.Ο αρχηγός της βούας εκα-λείτο βουαγόρ (= βούα + άγω).Βούα και βουαγόρ είναι λέξεις των Λακεδαιμονίων,κατά τον Ησύ-χιο.Ο αγελάρχης λεγόταν και βουαγός (απαντάται σε πολλές Λακωνικές επιγραφές),αλλά και βοαγός (απαντάται,ομοίως,σε πολλές Λακωνικές επιγραφές).Εκτιμώ ότι αυτή η ομάδα Δωρικών λέ-ξεων της Λακωνίας ανήκει στα λογικά και απ΄ ευθείας παράγωγα του «βους».Μικροκοινωνίες ατό-μων με κοινά χαρακτηριστικά και ηγετική διαχείρισή τους.Αν το μεταφέρουμε στους Αρβανίτες (αυτούς τους Δωριείς του Βορά): η φάρα και ο μπούας της!          
Υπάρχει,όμως,και μία άλλη πάρα πολύ σοβαρή εκδοχή ετυμολόγησης του Μπούα.Μπούμπα στα αρβανίτικα είναι η γέρικη θηλυκή αποτροπιαστική εξωτική φυσιογνωμία.Είναι η γνωστή φιγούρα που την συναντάμε στην λαογραφική παράδοση σε όλα τα μήκη και πλάτη του ελληνισμού,από τον Πόντο ως το Ιόνιο.Αλλά και στην Βαλκανική είναι ένας θρύλος με ενάργεια και παραμέτρους.
Αυτές οι γεροντικές μορφές,αντρικές ή γυναικείες,έχουν ευετηρικό αποτροπιαστικό χαρακτήρα.Διώ-χνουν το κακό,υποδέχονται την γονιμότητα,αποχαιρετούν τον Χειμώνα,καλωσορίζουν την Ανοιξη. Τις συναντάμε στις πρόωρες Αποκριές,αμέσως μετά την λήξη του δωδεκαήμερου (Ρουγκατσάρια Καστοριάς κ.λπ.),όσο και στις κανονικές πια Απόκριες.
Σημαία  του Μερκουρίου Θεοδώρου Μπούα,
τέλη του 15ου αιώνα.
Για τις υπηρεσίες στις μεγάλες δυνάμεις
ενάντια στους Οθωμανούς του προσφέρθηκαν έξι σημαίες.
Την σημαία αυτή την δώρισε ο αυτοκράτορας της Γερμανίας
Μαξιμιλιανός ο Α΄.
Στον κύκλο των μεταχριστουγεννιάτικων εκ-δηλώσεων ξεχωρίζει,ως κάτι που χαρακτηρίζει τη δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία,το έθιμο των μεταμφιέσεων,το γνωστό με το όνομα «ρο-γκάτσια» («ρουγκάτσια»,«ρουγκατσάρια» κ.λπ.),που τελείται την Πρωτοχρονιά ή και τις άλλες μέρες της πρώτης εβδομάδας του και-νούργιου χρόνου.Μαζεύονταν οι νέοι και οι νιό-παντροι του χωριού,σχημάτιζαν ένα είδος θιά-σου μεταμφιεσμένων και επισκέπτονταν όλα τα σπίτια,όπου έκαναν πειραχτικές αστείες «πα-ραστάσεις»,εισπράττοντας φιλοδωρήματα από τους νοικοκύρηδες των σπιτιών.Τα ρογκατσά-ρια αποτελούν έναν ιδιαίτερο τύπο των ευε-τηρικών δρωμένων,γνωστών στη Θράκη και τη Μακεδονία,με το όνομα του «Καλόγερου», στον Πόντο με το όνομα «Μωμόγεροι» (κά-ποιοι ερευνητές θεωρούν ως κοιτίδα των «Μω-μόγερων» την Μικρασιατική Ιωνία),όπου παρι-στάνεται ο σκοτωμός ενός ηλικιωμένου άντρα από έναν νέο για το χατίρι μιας όμορφης νεα-ρής γυναίκας (που την υποδύεται επίσης άντρας),και το ξαναζωντάνεμά του,ως μια μιμική ανα-παράσταση του θανάτου και της αναγέννησης της φύσεως.Τα ρογκατσάρια χαρακτηρίζονται από μιαν απλούστευση της δραματικής πλοκής και αντίστοιχη ενδυνάμωση του στοιχείου της πάλης,που εξελίσσεται εδώ σε συμπλοκή όλων των μελών δύο αντιτιθέμενων ομάδων (το στοιχείο της πάλης είναι από τα κύρια στα ευετηρικά δρώμενα˙ από την πάλη παράγεται το μάνα,η γονιμική δύναμη που ζωοποιεί τη φύση).Παλιότερα η σύγκρουση ήταν τόσο βίαιη,ώστε γίνονταν και σκοτωμοί.Τα θύματα θάβονταν επί τόπου και τα σημεία εκείνα ονομάζονταν «ρουγκατσάρια».
Αποφασιστικότερα αποσπώνται από το παρελθόν και από τα πλαίσια μιας μαγικολατρευτικής συ-μπεριφοράς άλλες εκδηλώσεις,όπου προβάλλεται με σαφήνεια το πνεύμα των νέων καιρών,η οικο-νομική ακμή και η διασταύρωση ποικίλων στοιχείων,από τη Δύση και την Ανατολή,με τα ντόπια, καθώς άρχιζαν,από τον 18ο κυρίως αιώνα,να πλαταίνουν οι ορίζοντες της ανερχόμενης αστικής τά-ξης των Ελλήνων.Ας σημειωθεί ότι έκφραση αυτής της ακμής αποτελούν και τα αρχοντικά της δυ-τικής Μακεδονίας (στη Βέροια,τη Σιάτιστα,την Καστοριά),που διαμόρφωσαν και τον τύπο της λεγό-μενης «μακεδονικής αρχιτεκτονικής».Αντικαθρεφτίζεται σε αυτά (ένα είδος,θα ΄λεγε κανείς,«πύρ-γων» ή «παλατιών» των αστών) η ευμάρεια των ανθρώπων που τα κατοίκησαν και το αίσθημα της χαράς της ζωής,όπως ανάβλυζε από τη βεβαιότητα της κοινωνικής τους ανόδου.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές ξεκίνησε από τις ίδιες περιοχές μια εντυπωσιακή άνθηση της χειρο-τεχνίας,της χρυσοκεντητικής,κοσμικής και εκκλησιαστικής,που απλώθηκε ύστερα και στην υπόλοι-πη Μακεδονία και στη Θράκη,της υφαντικής,της ξυλουργίας και της ξυλογλυπτικής,που φιλοτέχνη-σε,εκτός από την εσωτερική διακόσμηση των αρχοντικών (φατνώματα,κίονες κ.λπ.) και τα έπιπλα των αρχοντικών,τέμπλα και διάφορα άλλα.
Στον κύκλο  των «ρουγκατσαριών» πρέπει να συμπεριληφθεί και το έθιμο της Ημέρας της μαμ-μής,με το οποίο ασχολήθηκε παλαιότερα ο Γεώργιος Μέγας,τα Αναστενάρια,που «μετανάστευ-σαν» από τη βορειοανατολική Θράκη στα χωριά της ανατολικής Μακεδονίας μαζί με τους πρόσφυ-γες του (βουλγαρικού τώρα) χωριού Κωστί (1914),καθώς και η εξαιρετικά διαδεδομένη στην περιοχή αυτή παρουσία των αιματηρών θυσιών σε διάφορες ημερολογιακές εκκλησιαστικές γιορτές και σε έκτακτες και εξαιρετικές περιστάσεις της ζωής (γάμος,κτίσιμο σπιτιού κ.λπ.).
Το έθιμο της Μαμμής (τελείται στις 8 Ιανουαρίου) απηχεί πολύ παλαιές εορταστικές εκδηλώσεις «οργανώσεων» γυναικών,ανεξάρτητων από τους άντρες,ενωμένων λατρευτικά,με επίκεντρο της λα-τρείας τους το έργο του φύλου τους,δηλαδή τη μητρότητα˙ γι΄ αυτό στις εκδηλώσεις αυτές κυρίαρχη θέση παίρνουν τα γονιμικά σύμβολα (ο φαλλός προπάντων).O Μέγας εξέτασε το ιστορικό βάθος του εθίμου και τελικά το συσχέτισε με τα αρχαία Θεσμοφόρια,Αλώα και Ελευσίνια,εντοπίζοντας ως αρχική κοιτίδα,για τη Βόρεια Ελλάδα,την παραλιακή λωρίδα που περιλαμβάνει τις αρχαίες ελλη-νικές αποικίες στον Εύξεινο Πόντο Απολλωνία ή Σωζόπολη,Μεσημβρία και Αγχίαλο.
Μια αναλυτική εργασία του λαογράφου Γεωργίου Ν. Αικατερινίδη για τις νεοελληνικές αιματηρές θυσίες δίνει,ως προς τη συχνότητα των περιπτώσεων,την προτεραιότητα στη Θράκη (173 παραδείγ-ματα),αλλά τοποθετεί δεύτερη τη Μακεδονία (84).Ακολουθούν η Πελοπόννησος (61),η Καππαδοκία (58),τα νησιά Ικαρία,Λέσβος,Σάμος, Χίος,Ψαρά (47),η Θεσσαλία (41) κ.λπ.
Πιο σκοτεινή είναι η αρχική προέλευση των Αναστεναρίων,παρά την ύπαρξη μιας εξαιρετικά μεγά-λης (όχι μόνο ελληνικής) βιβλιογραφίας.Οι «αναστενάρηδες»,που ανήκουν συνήθως σε ορισμένες οικογένειες,αφού προετοιμαστούν κατάλληλα,βαδίζουν με γυμνά πόδια πάνω σε αναμμένα κάρβου-να χωρίς να καίγονται,κρατώντας τις εικόνες του «άγιου» και της μητέρας του Ελένης,ή εικόνες της Παναγίας,το ευαγγέλιο και ενώ παίζει ειδική μουσική από νταούλια,γκάιντες και λύρες.Και από τις εικόνες κρέμονται κουδουνάκια.Νηστεία και χορός μέρα και νύχτα,με συνεχή την παρουσία της μου-σικής,είναι τα βασικά στοιχεία της πολυήμερης προετοιμασίας.Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την προέλευση των Αναστεναρίων φτάνουν ως τα υποστρώματα μιας θρακομικρασιατικής διονυσιακής λατρείας που εξελίχθηκε αργότερα σε μια μορφή χριστιανικού εκστατικού μυστικισμού.
Με αρχαίες λατρείες (στον Ασκληπιό κατ΄ εξοχήν) συσχέτισε ο Μέγας και τις αιματηρές θυσίες ταύ-ρων και κριών,που είχε επισημάνει και μελετήσει (ήδη από το 1911),στη βορειοανατολική Θράκη.
Όλες αυτές οι εθιμικές επιβιώσεις μεταφυτεύτηκαν,μετά τα γνωστά γεγονότα της νεοελληνικής ι-στορίας και της ιστορίας των Βαλκανίων,μαζί με τους φορείς τους,κυρίως,στην περιοχή της ανατο-λικής Μακεδονίας,με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη και την εύφορη πεδιάδα της.
Η πολιτισμική εξάλλου συγγένεια του δυτικού μέρους της Μακεδονίας με την Ήπειρο και τη Θεσ-σαλία εκδηλώνεται σε μιαν άλλη ομάδα λατρευτικών εκδηλώσεων και στη σημαντική οικονομική πρόοδο (από τον 18ο αιώνα κυρίως),που βρήκε την έκφρασή της,στον τομέα του λαϊκού πολιτισμού, στα προαναφερθέντα περίφημα αρχοντικά οικοδομήματα,έργο των λαϊκών μαστόρων,και στη λαϊ-κή χειροτεχνία με το θαυμάσιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Η διατήρηση αρχαϊκών φαινομένων,όπως τα παραπάνω δρώμενα,προϋποθέτει φυσικά και την επι-βίωσή τους κατά τα μεσαιωνικά χρόνια.Και αυτό,παρά την επίμονη,ιδιαίτερα σε ορισμένες περιόδους, καταπολέμησή τους από την επίσημη Εκκλησία,που συνεχίστηκε ως τα χρόνια μας.Ας σημειωθεί ότι τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής τους (από το 1923) στην Αγία Ελένη Σερρών [το κύριο κέντρο της αναστενάρικης λατρείας] οι χωρικοί δεν τελούσαν τα Αναστενάρια φανερά από τον φόβο της δίωξης από τις εκκλησιαστικές αρχές και περιορίζονταν να ανάβουν φωτιά κρυφά μέσα στα σπίτια τους,στο τζάκι,που ήταν μεγάλο,και να χορεύουν στην αθρακιά.Και το 1973 ο μητροπολίτης του Λαγκαδά (του δεύτερου σημαντικού αναστενάρικου κέντρου) ζήτησε από τις δικαστικές αρχές τη δίωξη των Α-ναστενάρηδων.Αλλά αυτό ήταν ίσως το τελευταίο κρούσμα.Η διάδοση του φολκλορισμού,της λεγό-μενης «επιστροφής στις ρίζες»,που επιχειρείται με την αναβίωση διάφορων παραδοσιακών εκδη-λώσεων,ιδίως από τη δεκαετία του 1970,με την ευνοϊκή ώθηση της επίσημης κρατικής τουριστικής πολιτικής,σε ένα κλίμα πρωτόφαντης φιλοτουριστικής διάθεσης του κοινού,μετέβαλε ριζικά τα πράγ-ματα και οι διαμαρτυρίες της Εκκλησίας δεν βρίσκουν πλέον απήχηση.
Το κάστρο του Αετού Ξηρομέρου (Ακαρνανίας)
για μια περίοδο τον 14ο αι.
βρέθηκε υπό τον έλεγχο των Μπουαίων.
Ένας άλλος τρόπος αντιδράσεως της Εκκλη-σίας,στους πρώτους ιδιαίτερα αιώνες της ιστο-ρίας της,ήταν η προσπάθεια να δημιουργήσει έναν δικό της πολιτισμό.Είναι γνωστό ότι η ε-ορταστικά φορτισμένη ατμόσφαιρα του χρι-στιανικού Δωδεκάμερου (25 Δεκεμβρίου ως 6 Ιανουαρίου) είναι η ακραία περίπτωση αυτής της προσπάθειας.Εδώ έχει τοποθετηθεί και η γιορτή της γέννησης του ιδρυτή της Εκκλησί-ας,ακριβώς για να εκτοπιστούν σημαντικότα-τες,με μεγάλη αίγλη,προχριστιανικές γιορτές, που τελούνταν στην κρίσιμη πάντα ώρα της αλλαγής του χρόνου,γύρω από τις χειμωνιά-τικες τροπές (καλάνδαι,βοτά κ.λπ.).Τέτοια θέματα εξέτασε ο Γεώργιος Σπυριδάκης,που μίλησε για την επιβίωση από τη βυζαντινή περίοδο μορφών λαϊκής πίστης,λατρείας και τέχνης στη Βόρεια Ελλάδα.Όπως παρατηρεί,κατά τη μακραίωνη περίοδο από τον 4ο μ.Χ. αιώνα ως την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453,και ειδικά προκειμένου για τη χερσόνησο του Αίμου ως το 1920,τα τεχνικά μέσα παραγωγής των αγαθών,της μεταφοράς τους,πιο γενικά τα μέσα μιας φυσικής ζωής (μαζί και η κατοικία) δεν δέχτηκαν ουσιαστικές μεταβολές.Αυτές τις βλέπει ο Σπυριδάκης κυρίως στην κοινωνική και την πνευματική ζωή,όπου η νέα θρησκεία προκάλεσε βαθύτερες τομές με τη διδασκαλία και την πρακτική της στη λατρεία και σε ορισμένους βασικούς θεσμούς,όπως είναι ο γάμος και η οικογένεια,η κοινωνική αλληλεγγύη κ.ά.Πρέπει,ωστόσο,να σημειώσουμε ότι η «νέα» αυτή ζωή περιόρισε συχνά τον νεωτερισμό της σε μια πολιτισμική επιφάνεια (με την απλή μετα-σήμανση του ιδεολογικού περιεχομένου διάφορων εκδηλώσεων),ενώ οι προχριστιανικοί πυρήνες τους έμειναν ανέπαφοι˙ με τις γιορτές των Χριστουγέννων,π.χ.,χαιρετίζεται ο ερχομός της νέας ζωής που πραγματοποιήθηκε με τη γέννηση του Χριστού,ενώ με τις ίδιες γιορτές,που προϋπήρχαν,πανη-γυριζόταν ο ερχομός της νέας χρονιάς,κάτι που ωστόσο παρέμεινε.Έτσι οι αγερμοί και τα κάλαντα των Χριστουγέννων,του Νέου Έτους και των Θεοφανείων διατήρησαν το βασικό ευετηρικό περιε-χόμενό τους και απλώς περιβλήθηκαν με χριστιανικά σύμβολα και με θέματα της εκκλησιαστικής ιστορίας.
Έτσι,η Βάβω (Μπάμπω),οι Κορέλες,οι Μωμόγεροι που συναντάμε με αυτά και άλλα ονόματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας κουβαλάνε από την Αρχαιότητα συμβολισμούς κάθαρσης,αναγέννησης και νέας περιόδου.Ταυτόχρονα,πάντα,με την απομάκρυνση/απόδιωξη του παλιού,του φθαρμένου, του άγονου και συνεκδοχικά του κακού.
Μέσα σ΄ όλο αυτό το λαογραφικό σύμπαν εντάσσεται και η Μπούμπα των αρβανιτοφώνων Ελ-λήνων.Υπήρχε,μάλιστα,στα αρβανίτικα και μία χαρακτηριστική περιγραφική λέξη: Μπουμπαλιές ή Μπαμπαλιές (λιές,στα αρβανίτικα είναι τα μαλλιά,το τρίχωμα,αλλά και η συστάδα δέντρων,το δασύλλιο˙ γι΄ αυτήν την λέξη θα μιλήσουμε σε άλλη ανάλυση),δηλ. η μπούμπα με ανακατεμένα μαλλιά,αφρόντιστη κώμη,ατημέλητη,αλλοπρόσαλλη,ξωτική.Η έκφραση αυτή παρέμεινε ως χαρα-κτηρισμός απεριποίητης γυναίκας.Απ΄ τον τύπο Μπαμπαλιές (μπάμπα + λιές) αντιλαμβανόμαστε την προγενέστερη δυναμική ύπαρξη του τύπου μπάμπω.Η Μπούμπα (ως λέξη) δεν είναι στην ουσία παρά η αρβανίτικη παραφθορά της λ. μπάμπω.
Σπύρος Σπυρομήλιος.
Ο "Καπετάν Μπούας"
του ΒορειοΗπειρωτικού Αγώνα.
Στο χωριό μου (Βαρνάβας Αττικής) εκτυλισσόταν στις μέρες της Αποκριάς ένα πολύ σημαντικό δρώμε-νο,με βαθιές ρίζες στη λαϊκή παράδοση της ελλη-νικής αρβανιτιάς: μια ομάδα τριών-πέντε νέων α-ντρών (μόνο άντρες˙ ποτέ γυναίκες) ντυνόντουσαν μπούμπες.Φορούσαν παλιά μισοφόρια κι άλλα ε-ξαρτήματα της γυναικείας ένδυσης ή και υπόδυσης. Τύλιγαν το κεφάλι με τσιμινιά ή τα συνηθισμένα λουλουδάτα μαντήλια.Πρόσωπο δεν φαινόταν.Οι α-ποκριάτικες μπούμπες ήσαν απρόσωπες,κυριολεκτι-κά και μεταφορικά.Γι΄ αυτό και παρέμεναν βουβές. Αυτοί οι μασκαρεμένοι άντρες δεν μιλούσαν.Το αλ-λόκοτο κι ατσούμπαλο ντύσιμό τους σε συνδυασμό με τη σιωπή τους υποτίθεται ότι έπρεπε να προκαλεί τρόμο,να επιφέρει συστολή.Αυτή ήταν,τουλάχιστον, η επιδίωξη.
Ξανοιγόταν η μασκαρεμένη ομάδα στο χωριό και κτύπαγε κάποιες πόρτες.Η περιοδεία της δεν ήταν πο-λύωρη,μάλλον σύντομη θα την χαρακτήριζα.Τα σπίτια που επισκεπτόντουσαν ήταν ζήτημα αν ξεπερνούσαν τα πέντε.Σε κάθε περίπτωση ήταν λιγότερα από δέκα.Το αφύσικο ντύσιμο,ο περιο-ρισμός της αλαλίας και η νύχτα που πλάκωνε δημιουργούσαν μια συνθήκη κοπιώδη,δυσχερή για την αντροπαρέα.Να τονιστεί ότι οι αλλόκοτες μπούμπες έβγαιναν νύχτα,αρκετά μετά το σούρουπο.
Στα σπίτια που γινόντουσαν δεκτές έβγαιναν τραταρίσματα,κρασί και μεζεκλίκια.Οι μασκαρεμένοι γινόντουσαν στόχος αστείων,πάντοτε ανώδυνων,πειραγμάτων.Στην ουσία,αποτελούσαν μία ευκαι-ρία εκτόνωσης της οικογένειας που υποδεχόταν την ομάδα.Μια περιφερόμενη εστία παραγωγής κεφιού και γέλιου ήταν το μικρό μπουλούκι.Οι μπούμπες αυτές κατέληγαν (ίσως και γι΄ αυτό να επινοήθηκαν) ως καρικατούρες του εαυτού τους.Όχι μόνο φόβο δεν προκαλούσαν,αλλά στόχευαν στην ίδια την διακωμώδησή τους!
Όταν πήγαινα δημοτικό (δεκαετία 1960),το δρώμενο ήταν ακόμα εναργές.Το όνομά του ήταν «μα-σκαράδες»,αλλά είναι φανερό ότι έχει υποστεί αλλοιώσεις και στρεβλώσεις.Το,ιδεολογικό και συμ-βολικό,υπόστρωμά του,καθώς και η αρχική ονομασία,έχουν χαθεί,αλλά τα βιώματά μου και οι συζεύξεις ακουσμάτων,διηγήσεων,ενεργούς μνήμης και ζωντανών εικόνων με οδηγούν με βεβαιό-τητα στο συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με την Μπούμπα,την αρβανίτικη εκδοχή της μπά-μπως,με τα τόσα κοινά στοιχεία με τα μακεδονίτικα «ρουγκατσάρια»,απόδειξη της ολότητας και κοινότητας του Ελληνικού κόσμου! Κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 είχα την καλή τύχη να δω με τα μάτια μου ακμαίο το έθιμο.Η περίσταση το είχε φέρει να βρεθώ για λίγο στο σπίτι του Σπύρου Μέξη (Τζώνης) κι έτυχε και ήρθαν οι «μασκαράδες»/μπούμπες.Έζησα όλο το πρόσχαρο κλίμα της επίσκεψης και το τραπέζωμα.Ένα σφύζον απομεινάρι Διονυσιασμού! Στην δεκαετία του 1980 οι μπούμπες του Βαρνάβα γνώρισαν μια-δυο αναλαμπές πριν περάσουν οριστικά στο χώρο της λήθης…
Την μπάμπω/βάβω της ελληνικής παράδοσης και λαογραφίας δεν πρέπει να την συγχέουμε με την babo (κλητική της λ. baba=γρια˙ θυμηθείτε τη γνωστή ρώσικη «μπαμπούσκα») των Σλάβων.Η ίδια λέξη,με την ίδια σημασία (=γριά˙ λέμε και μπαμπόγρια.Σημαίνει,όμως,και μαμά) υπάρχει και στην ελληνική γλώσσα.Κατά το «Μέγα Λεξικόν» δε,του Δ. Δημητράκου,εκτός απ΄ το βάβω υφίσταται και ο τύπος βάβα (θυμηθείτε την μπάμπα των αρβανιτών).Μόνο που η ελληνική βάβω διαθέτει απίστευτο βάθος και προϊστορία,που όχι μόνο πείθουν για την αρχαιότητα έννοιας και λέξης,αλλά και την συναρμόζουν,αφού διέδραμαν χιλιετίες,με έθιμα και δρώμενα του σήμερα!
Βαβώ,ονομαζόταν θηλυκός δαίμονας της νύχτας (ένεστι γαρ που τοις Ορφικοίς έπεσι βαβώ τις ονομαζομένη δαίμων νυκτερινή,επιμήκης το σχήμα. Μιχαήλ Ψελλός παρ΄ Αλσατίω 139, και παρά Δουκαγγίω).
Βαυβώ,ονομαζόταν στη Μυθολογία θηλυκή γονιμική θεότητα που το όνομά της σημαίνει το γυ-ναικείο αιδοίο.H Βαυβώ λατρευόταν στην Πάρο μαζί με τη Δήμητρα,την Κόρη και τον Δία Ευβουλέα και από εκεί πιστεύεται ότι πήραν οι Ορφικοί τη λατρεία της.Μερικοί μελετητές θεωρούν ότι η προέλευση της Βαυβώς είναι μικρασιατική,ενώ,τέλος, μερικές μαρτυρίες την αναφέρουν σε σχέση με την Εκάτη.
H Βαυβώ ήταν σύζυγος του Δυσαύλη,αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και μητέρα του Ευβουλέα και,κατά ορισμένη πηγή,του Τριπτολέμου.Σύμφωνα με την ορφική διδασκαλία,όταν η Θεά Δήμητρα έφθασε περιπλανώμενη στην Ελευσίνα αναζητώντας την κόρη της,τη δέχθηκε στο σπίτι της η Βαυβώ και με άσεμνες χειρονομίες και πειράγματα κατόρθωσε να διασκεδάσει τη θεά και να απαλύνει τη θλίψη της.
Κάτω από την επίδραση των Ορφικών,η Βαυβώ,πρόσωπο του Ελευσινιακού μύθου,υποκαθιστά την Ιάμβη,η οποία είναι η προσωποποίηση του κωμικού στοιχείου στα μυστήρια,που οι τελετές τους εί-χαν πριν χαρακτήρα σοβαρό και μελαγχολικό.H Βαυβώ αναφέρεται για πρώτη φορά στον Ορφικό ύμνο και εισάγει στις γιορτές της Δήμητρας τους κάπως χονδροειδείς αστεϊσμούς. (Σημείωση Γιάν-νη Βασ. Πέππα: μάλλον Βαβώ και Βαυβώ ταυτίζονται.Ίσως πρόκειται για παραδρομή [Βαβώ] της πρώτης πηγής.)
Με το όνομα Βαυβώ ακόμα,είναι γνωστή μία από τις τρεις Θηβαίες Μαινάδες (Βαυβώ, Κοσκώ, Θεσσαλή) τις οποίες,έπειτα από δελφικό χρησμό,προσκάλεσαν οι κάτοικοι της Μαγνησίας στον Μαίανδρο,για να καθιερώσουν τους θιάσους,τα όργια και τα άλλα νόμιμα της λατρείας του θεού Διονύσου.
Η αρχαιοελληνική αντίληψη κόσμου δημιούργησε νοητικές συγκροτήσεις και κοινωνικές εφαρμογές τους που διατηρήθηκαν μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου,σχεδόν αλώβητες,στα διάδοχα πολιτικά και ιδεολογικά σχήματα.Κάποιες απ΄ αυτές (αλλού ως οργανική συνέχεια,αλλού ως αναβίωση εθί-μων) επιζούν ως τα τώρα.Η αρβανίτικη Μπούμπα συνιστά μία απ΄ τις αρχαίες ρίζες που διέτρεξε στον χρόνο.Μορφή αποκρουστική,τρομακτική που,όταν,όπως φαίνεται,οι κλειστές αγροτοκτηνοτρο-φικές αρβανιτόφωνες μικροκοινωνίες άρχισαν να αστικοποιούνται,εκμοντερνίστηκε σε Δυτικό μα-σκαρά.Η αρχική οργιώδης εξωτική μορφή της (για να ξανάρθουμε στον αρχικό προβληματισμό μας) ενδέχεται να ονομάτισε ηγετικά κι αγωνιστικά πρόσωπα στις φάρες των Αρβανιτών της Ηπεί-ρου.Όπως η τερατόμορφη Μπούμπα σκορπούσε δέος και απομάκρυνε (το κακό,εν τέλει),έτσι και ο Αρβανίτης φύλαρχος και πολέμαρχος στα θέατρα των στρατιωτικών αναμετρήσεων διέλυε τους αντιπάλους,απόδιωχνε τον εχθρό (κακό) και διατηρούσε την κοινότητα δρώσα και ασφαλή.Δεν ονο-μάστηκε Μπούμπας,αλλά (με μια λεκτική συγκοπή) Μπούα[ς].
Η Μπούμπα (Βάβω,Βαυβώ) ήταν θηλυκή θεότητα/νύμφη,δεν διέθετε αρσενικό αντίστοιχο/γένος (Σήμερα,όμως,μπορεί να ακούσεις σε αρβανιτοχώρια να αποκαλούν περιπαικτικά,υποτιμητικά,χλευ-αστικά έναν άνδρα μπούμπα˙ ο μπούμπας).Κατά πάσα πιθανότητα το Μπούα πρέπει να είναι ένας νεολογισμός που αποδόθηκε σε άντρα ηγέτη εξαίροντάς του τα γνωρίσματα της τρομακτικότητας (=γενναιότητας) και του ανυποχώρητου,της επιθετικότητας (=τροπή σε φυγή των αντιπάλων),μπρο-στά στα οποία όλοι υποχωρούν.Συνηγορεί δε προς αυτό,το αρσενικό όνομα  μπούμπουλ,από το ο-ποίο ξεπήδησε το επώνυμο Μπούμπουλης.Το μπούμπουλ (ασαφής η ερμηνεία του˙ πιθανότατα, τρομερός) δεν είναι παρά ένας αναδιπλασιασμός του μπου[α],δηλ. μια επίταση που μας φέρνει κο-ντά στην Μπούμπα.Μιλώντας για τον μπούμπουλ (Μπούμπουλης),οφείλουμε να σταθούμε στον συναφή (ομόρριζο ;) μπαμπούλα (ο μπαμπούλας,η μπαμπούλα),τη γνωστή τερατώδη εκφοβιστική φιγούρα απ΄ τους ενήλικες προς τα μικρά παιδιά (φάε το φαΐ σου,γιατί αλλιώς θα φωνάξω τον μπαμπούλα) που μάλλον αποτελεί κι αυτός νοητικό και γλωσσικό παράγωγο της μπάμπως,αν και φιλολογικές εκτιμήσεις τον θέλουν ερχόμενο απ΄ τον βόμβο,δηλ. το ηχομιμητικό ρήμα της αρχαίας βομβέω! Αξίζει να τονιστεί ότι όλες οι παραπάνω αποτρεπτικές του κακού συλλήψεις μεταχειρί-ζονται διάφορες μορφές θορυβωδών ήχων,βόμβων (κουδούνια κυρίως,ροκάνες,πνευστά,κρουστά,τε-νεκέδες που σέρνονται) για να κάνουν έντονα αισθητή την παρουσία τους και να πανικοβάλλουν το κακό,τ΄ άσχημο και το στέρφο ώστε να φύγει μακριά,να μπορέσει να βλογηθεί ανενόχλητη η προ-κοπή κι η καρπερότητα! Όλες οι σχετικές έννοιες/λέξεις θηλυκώνονται θαυμαστά μεταξύ τους!
Υπέροχη άγια Ελληνική διάνοια και γλώσσα!

Συγκεφαλαίωση: Το επώνυμο Μπούα(ς) παράγεται είτε απ΄ τη λέξη βους είτε από ευ-πρεπή σύντμηση της λέξης Μπούμπα.Δηλώνει ηγέτη.Αγέρωχο πρωτομαχητή.
Πέρα απ΄αυτό,άλλη μια φορά διαπιστώνεται η απόλυτη ένταξη των αρβανίτικων στο Ελληνικό νοείν,φέρεσθαι και λέγειν.Όσοι αμφισβητούν (οι γνωστές δράκες αγράμματων εθνοφοβικών και αργυρώνητων μειονοτιστών),ας ετυμολογήσουν το Μπούα (εν προκειμένω) εκτός Ελληνικής γλώσ-σας και κοσμοθεώρησης.

Βιβλιογραφική υποστήριξη:
● Λεξικά της αρχαίας και νέας Ελληνικής
● Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα

Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος – Συγγραφέας