Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

ΔΕΝ υπάρχουν αρβανίτικα ρεμπέτικα

ΔΕΝ υπάρχουν αρβανίτικα ρεμπέτικα

Ο κ. Θ. Αρβανίτης,ερευνητής στο Κέντρο Μι-κρασιατικώνΣπουδών διαβεβαιώνει ότι στις εκ-τεταμένες (πάνω από δύο δεκαετίες) έρευνές του σε όλη την Ελλάδα,φυσικά και στην Ατ-τική,Κούλουρη κ.λπ.,δεν βρήκε την παραμικρή ένδειξη για ρεμπέτικα ή ρεμπετοφανή τρα-γούδια στην αρβανίτικη διάλεκτο.
Αν και δεν έχω καταπιαστεί ιδιαίτερα με το θέ-μα,θα καταθέσω επιγραμματικά τις εκτιμήσεις μου που,αν και ανεπεξέργαστες,αποδίδουν,πι-στεύω,την ουσία του πράγματος.
Το ρεμπέτικο τραγούδι υπήρξε κοινωνικό δημι-ούργημα του αστικού χώρου.Στην μικρασιατική ακτή (κυρίως στην Σμύρνη) από Ελληνικούς δημοτικούς μουσικούς δρόμους,ανατολίτικες ε-πιρροές και Ευρωπαϊκές φόρμες διαμορφώνεται ένα νεωτερικό μουσικό είδος που θα λάβει τα ουσιαστικά μορφολογικά  χαρακτηριστικά του το πρώτο μισό του 20ου αι. στις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας (βασικά,σε Πειραιά και Αθήνα).Πριν μετουσιωθεί σ΄ αυτό που αποκαλούμε Λαϊκό τραγούδι,θα διατρέξει ασυνήθιστες ως τότε διαδρο-μές,πέρα απ΄ τα σταθερά ερωτικά μοτίβα.
Στην ουσία,θα δώσει φωνή σε ευρείες ομάδες των πόλεων που δεν διέθεταν κοινωνικό βήμα,ούτε μαχητική πολιτική εκπροσώπηση.
Οι δίγλωσσοι αρβανιτόφωνοι Έλληνες,αυτό το μικρό (ιστορικές πηγές μας πληρο-φορούν ότι όπου συνυπήρχαν ελληνόφωνοι και αρβανιτόφωνοι,οι δεύτεροι δεν ξεπερ-νούσαν το 10-20% του συνόλου πληθυσμού) τμήμα του λαού μας,ζούσαν στα χωριά τους απορροφημένοι με τις αγροτοκτηνοτροφικές ασχολίες τους.Ότι οι αρβανίτες ήσαν πολεμική φυλή αποτελεί μια θηριώδη ανοησία.Απ΄ όλες τις έρευνές μου στην περιοχή μου,αυτή της ΒΑ Αττικής,οι Αρβανίτες ξωμάχοι όργωναν τα χωράφια τους,τρύγαγαν τ΄ αμπέλια τους,μάζευαν τις ελιές τους,έβοσκαν τα κοπάδια τους.Ούτε γιαταγάνια α-κόνιζαν,ούτε σε πολεμικές φιέστες επιδίδονταν,ούτε στην σκοποβολή συναγωνίζο-νταν.Δουλευτάδες της προκοπής υπήρξαν,ήσυχοι ειρηνικοί εργάτες της προόδου που άναβαν καντήλι στην Παναγία,απήγγειλαν,όσο ήξεραν,την Φυλλάδα του Μεγαλέ-ξανδρου και χόρευαν τον Συρτό στα πανηγύριά τους.Στα χρόνια της Επανάστασης και πρωτύτερα,όσο πολεμικοί ήσαν οι άλλοι Έλληνες,το ίδιο κι οι Αρβανίτες.Η απο-τίναξη της ατιμωτικής ιδιότητας του ραγιά αποτελούσε κοινό εθνικό στόχο.Και σ΄ αυτό δεν χωράει μέτρο και μεζούρα.Και οι περίφημοι stratioti,άνδρες απ΄ την Πελοπόννησο που κατατάχθηκαν και διακρίθηκαν σε ευρωπαϊκούς στρατούς  (κυρίως στα λατινικά ναυτικά κράτη) δεν ήσαν μόνο Αρβανίτες,όπως υπόπτως υποστηρίζουν κάποιοι.Ήταν τέτοια η Λατινική διείσδυση στην Πελοπόννησο γενικώς που κάποιοι ιστορικοί δια-τείνονται πως αν δεν είχε έρθει έγκαιρα ο Οθωμανός αλλόθρησκος κατακτητής και η Ορθοδοξία και η Ελληνική γλώσσα θα είχαν χαθεί.Ο Μοριάς θα είχε εκλατινιστεί…
Η οργανωμένη στο διαδίκτυο διασπορά ψευδών και ανακριβειών για τους Αρβανίτες (ότι τάχα ήσαν εξόχως πολεμικοί,η πληθυσμιακή πλειονότητα,ότι δήθεν αυτοί έκαναν την Επανάσταση κι ότι τα αρβανίτικα ήταν τάχατες η γλώσσα του 1821) δεν είναι παρά η άρρωστη φρασεολογία της ανθελληνικής προπαγάνδας,υπηρετούμενης κι από ντό-πιους λογής μειοδότες.Σκοπός τους να παρουσιάσουν τους Αρβανίτες ως αλλοεθνείς που κυριαρχούσαν δήθεν τότε…
Οι Αρβανίτες λοιπόν,για να ξανάρθουμε στο θέμα,αδυνατούσαν αντικειμενικά να συμβάλουν στη δημιουργία,διαμόρφωση και εξέλιξη του ρεμπέτικου,γιατί απλά δεν α-νήκαν/συγκαταλεγόντουσαν στην αστική κοινωνική διαστρωμάτωση.Χώρια που,ακό-μα κι αν αυτό συνέβαινε,είναι αμφίβολο έως απίθανο οι δωρικοί και τραχείς,ζυγια-σμένοι χωρίς παρεκκλίσεις και συντηρητικοί Αρβανίτες να εμπλέκοντο σ΄ ένα αιρετικό και τόσο εκδηλωτικό αισθημάτων και καταστάσεων είδος τραγουδιού,όπως το ρε-μπέτικο.
Η φυσική απουσία τους απ΄ αυτό οδήγησε νομοτελειακά σε κάτι ανάλογο στο κα-τοπινό λαϊκό τραγούδι.
Έτσι,όπως δεν υπάρχει αρβανίτικο ρεμπέτικο τραγούδι,δεν υπάρχει και αρβανίτικο λα-ϊκό τραγούδι.

Σύντομη Ρεμπέτικη Ιστορία

Το Ρεμπέτικο έκανε την εμφάνισή του στα τέλη του 19ου αιώνα στην ανατολική λεκάνη της Με-σογείου,όταν άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώ-τα σύγχρονα αστικά κέντρα εκεί που η κοινωνία με την ανάπτυξη του εμπορίου και των μετα-φορών είχε ξεφύγει από τον μονολιθικό αρχα-ϊσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Εκείνα τα πρώτα τραγούδια,όσο μπορούμε να ξέρουμε α-πό τις καταγραφές και τις πρώτες ηχογραφή-σεις,θύμιζαν τα παλαιότερα δημοτικά.
Ακόμα περισσότερο: Αντλούσαν από τα δημοτι-κά τραγούδια στίχους και μουσική.Όμως,η αντί-ληψη του χώρου και του χρόνου ήταν εντελώς διαφορετική: Δεν έχουμε πλέον τον αφηρημένο κόσμο των Δημοτικών τραγουδιών,τον κόσμο της παραλογής και του παραμυθιού,αλλά τον κόσμο της πόλης,της συγκεκριμένης πόλης,της Σμύρνης,της Κωνσταντινούπολης,της Πάτρας,των Ιωαννίνων,με τις γειτο-νιές της,τα κορίτσια της,τους χαρακτηριστικούς της τύπους.Είναι τραγούδια των με-σαίων και χαμηλότερων στρωμάτων,καθώς η «ευρωπαϊκο-θρεμμένη» ανώτατη τάξη αρέσκεται στις ξένες μουσικές.Παράλληλα έχουμε και μια ακόμα σημαντική εξέλιξη: Το τραγούδι παύει να είναι συλλογικό/δημώδες δημιούργημα και κατασκευάζεται/δη-μιουργείται στα πλαίσια επαγγελματικών μουσικών συνόλων,των περίφημων Εστου-διαντίνων.
Πολλά από τα τραγούδια της αρχαϊκής αυτής περιόδου του ρεμπέτικου εξακολουθούν να παίζονται στα πάλκα και να είναι σουξέ.Ενδεικτικά αναφέρω το «Θα σπάσω κού-πες» που πρωτοηχογράφησε ο Μενεμενλής το 1907,το «Δεν σε θέλω πια» με την Ελ-ληνική Εστουδιαντίνα (1910) και το «Τίκι τικι τακ» με τον Γιάγκο Ψαμαθιανό (1913).
Αυτό όμως που ξέρουμε και ορίζουμε ως Ρεμπέτικο Τραγούδι άρχισε να μορφοποιείται μετά το 1922.Κακά τα ψέματα: Η Μεγάλη Καταστροφή άφησε μια αγιάτρευτη πληγή στην καρδιά του Γένους,βοήθησε όμως την Ελλαδική κοινωνία σε πολλά επίπεδα.Άν-θρωποι κοσμοπολίτες,με ευρεία παιδεία και αντίληψη μπόλιασαν την κοινωνική,πο-λιτική,θρησκευτική,πνευματική πραγματικότητα.Κόμισαν νέα ήθη,νέες συνήθειες,δί-δαξαν και οδήγησαν μια ελληνική κοινωνία βυθισμένη εν πολλοίς στην βαλκανική υστέρηση προς το σύγχρονο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Οι πρόσφυγες φέρανε τις μουσικές τους,φέρανε και την εκτός σπιτιού οικογενειακή δι-ασκέδαση,τα κοσμικά κέντρα.Οι μικρασιάτες μουσικοί αμέσως μετά την εγκατάσταση στην μητροπολιτική Ελλάδα και παρά τις σκληρές-σκληρότατες συνθήκες ζωής παί-ζουν τα τραγούδια τους,γράφουν νέα,ανοίγουν τα δικά τους μαγαζιά,καφωδεία,καφέ α-μάν και ταβέρνες,όπου συρρέουν οι προσφυγικές και οι ντόπιες οικογένειες,κάτι πρω-τόγνωρο για την ελλαδική κοινωνία της εποχής.Μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία παίρνουν τα πρωτεία στην Ελληνική μουσική.Ανάμεσα στους δημιουργούς τούτης της περιόδου διακρίνουμε τον Γρηγόρη Ασίκη,τον δεξιοτέχνη βιολιτζή Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη,ο οποίος έγραψε ανάμεσα στα άλλα τον εξαιρετικό «Μανώλη τον χασι-κλή»,τον Βαγγέλη Παπάζογλου,που μόνο οι «Λαχανάδες» του γνώρισαν περισσότερες από 100 επανεκτελέσεις κι άλλες τόσες το «Βάλε με στην αγκαλιά σου»,τον Γιάννη Εϊ-τζιρίδη ή Γιοβάν Τσαούς,από τους σημαντικότερους οργανοπαίχτες και συνθέτες της περιόδου,ο οποίος αν και κινήθηκε στα περιθώρια της μουσικής βιομηχανίας ηχο-γραφώντας με το όνομά του μόλις 13 τραγούδια,άφησε ανεξίτηλο το χνάρι του.Και βέ-βαια τον Σπύρο Περιστέρη («Ένας μάγκας στο Βοτανικό»,«Ωχ Αμάν [Πίνω και με-θώ]»,«Ο Αντώνης ο βαρκάρης») και τον Παναγιώτη Τούντα («Η γκαρσόνα»,«Η Βαρ-βάρα»,«Άμαν Κατερίνα μου») και τον Κώστα Σκαρβέλη («Τράβα ρε μάγκα και αλά-νη»,«Σε γελάσανε»,«Σε ξέχασα,δεν σε πονώ») και ειδικά των τριών τελευταίων τα τραγούδια δεν έχουν πάψει να ακούγονται κι ας έχουν συμπληρώσει 100 σχεδόν χρό-νια ζωής.

Γιάννης Βασ. Πέππας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.